- κάντιο
- και κάνδιο, τοκρυσταλλική ζάχαρη που γίνεται από ζαχαροκάλαμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. candi < arab. qandĩ < kand «ζαχαροκάλαμο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάνδιο — το κανδιοσάκχαρο*, κάντιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάντιο] … Dictionary of Greek
κανδιοσάκχαρο — το καντιοζάχαρο*. κάντιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καντιοζάχαρο] … Dictionary of Greek